φαμελιακός

φαμελιακός
-ή, -ό, Ν [φαμελιά]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φαμελιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαμελιακός — ή, ό αυτός που είναι της φαμελιάς, ο οικογενειακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”